προφυρώ

προφυρώ
-άω, Α
1. ζυμώνω προηγουμένως
2. μτφ. προετοιμάζω, προσχεδιάζω («ἔστιν κακόν μοι προπεφυραμένον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + φυρῶ «αναμιγνύω νερό με αλεύρι για να κατασκευάσω ζυμάρι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προφυρητός — ή, όν, Α [προφυρῶ] ζυμωμένος προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • προφύραμα — το, ΝΑ [προφυρῶ] νεοελλ. χημ. φύραμα σε μη ενεργό κατάσταση αρχ. φύραμα που έχει ζυμωθεί προηγουμένως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”